- γεννητούρια
- τα1. γέννα, τοκετός2. τα γενέθλια3. ο τόπος τής γέννησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *γεννητήρια, πληθ. ουδ. τού επιθ. *γεννητήριος (< γεννητήρ*), με επίδραση τής κατάλ. -ούριακατ' άλλους, γεννητούρια < επίθ. γεννητός + (κατάλ.) -ούρια, πληθ. ουδ. τής -ούρι].
Dictionary of Greek. 2013.